δύνομαι

δύνομαι
δύ̱νομαι , δύω 2
cause to sink
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δύνομαι — δυνήθηκα 1. μπορώ: Δε δύνομαι να σου δανείσω τα χρήματα που χρειάζεσαι. 2. αντέχω: Δε δύνεται να τρέξει άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύνομαι — και δίνουμαι (Μ δίνομαι και δίνουμαι) 1. δύναμαι* 2. (για βάρος) αντέχω, μπορώ να κρατήσω 3. είμαι σε θέση να πετύχω κάτι μσν. 1. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία 2. προλαβαίνω 3. τολμώ 4. υποφέρω, υπομένω, ανέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος… …   Dictionary of Greek

  • δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… …   Dictionary of Greek

  • εξαυτής — (AM ἐξαυτῆς και ἐξ αὐτῆς) (ως επίρρ.) μσν. νεοελλ. (με αντων.) ἀπὸ ἐξαυτῆς μου, σου κ.λπ. 1. από μένα («εἶντα θέλετε νὰ μάθετε ἀπ ἐξαυτῆς μου;») 2. από μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία («ἐγὼ ἀπὸ ξαυτῆς μου δὲν δύνομαι νὰ τὸν διώξω») αρχ. αμέσως …   Dictionary of Greek

  • προδύναμαι — Α [δύνομαι] έχω εκ τών προτέρων τη δύναμη να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”